ανδρική ανικανότητα· η αδυναμία ενός άνδρα να έχει στύση μπροστά σε μια ακατάλληλη ερωτική σύντροφο.

άσωτος ιός· το ΕΪΤΖ.

Γ (γάμα)· το τρίτο γράμμα του αλφαβήτου, και η πρώτη και έσχατη εντολή του βίου.

γαμώτο· ευλογώ κάτι με τους αναπαραγωγικούς μου χυμούς.

γέρωτας· παρωριμασμένη σχέση. Έρωτας που διατηρείται μόνο με φαρμακευτική υποστήριξη.

Γυναικολογία· ειδικότητα που επινοήθηκε για να δικαιολογήσει τις ηδονοβλεπτικές τάσεις του ιατρικού κατεστημένου και την ερωτική απειθαρχία μιας συντρόφου.

εμμηνόρροια· το νοίκι.

ερμαφρόδιτος· νάρκισσος με το πλεονέκτημα της σεξουαλικής ολοκλήρωσης.

έρωτας· αλλεργία νευρολογικής φύσεως που γιατρεύεται άλλοτε παροδικά (όταν βλέπουμε την αγάπη μας αξύριστη) και άλλοτε μονίμως (με το γάμο).

Ευρύφαλλος Πριαπίδης· [χειριστής εκσκαφικών μηχανημάτων].

ζωντοχήρα· χήρα-μαϊμού.

ηδονορόφημα· πεολειχία.

καύλα· γαμανάφλεξη.

κοινοκτηνοσύνη· παρτούζα με κατοικίδια ζώα.

κρεβάτι· ο Άρειος Πάγος του ερωτικού βίου.

μαστόδοντο· υπερμεγέθης θηλή.

καποτάνιος· σκεύος που οδηγεί με ασφάλεια έναν άνδρα στο λιμάνι της ερωτικής ευτυχίας.

μουνιάζω· συμφιλιώνομαι με τον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας.

ξυνουσία· ερωτική επαφή υπό ψυχολογική πίεση. Σεξουαλική διέγερση που προκαλεί ο ακατάσχετος κνησμός των όρχεων.

οργασμός· γαμοδίνη.

παρτούζα· ερωτική συνεύρεση με ποικιλία ουζομεζέδων.

πουστοφοβία· ο φόβος ενός άνδρα μήπως του διαρρήξουν τον πισινό και του αρέσει.

σεξομπόμπα· αμφίβολης ερωτογένειας γκόμενα. Κατά φαντασία κόμματος.

σπέρμα· το τσιμέντο μιας ερωτικής σχέσης.

συμπίπτουμε· πέφτουμε μαζί στο κρεβάτι.

χαλυβδόμουνη· ανοργασμικιά.

χαροπήδημα· η ερωτική επαφή με φορέα του ΕΪΤΖ.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου